ἀφορίζει

ἀφορίζει
ἀφορίζω
mark off by boundaries
pres ind mp 2nd sg
ἀφορίζω
mark off by boundaries
pres ind act 3rd sg
ἀφορίζω
mark off by boundaries
pres ind mp 2nd sg
ἀφορίζω
mark off by boundaries
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αναθεματιστής — ο (θηλ. ίστρια και ίστρα) 1. αυτός που αναθεματίζει, που καταριέται ή αφορίζει 2. (το θηλ. ως ουσιαστικό) η αναθεματίστρα το αναθεματούρι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναθεματίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον οικονομολόγο Ιωάννη Σούτζο] …   Dictionary of Greek

  • τονοπλάστης — ο, Ν βοτ. μεμβράνη που αφορίζει το χυμοτόπιο τού φυτικού κυττάρου από το κυτταρόπλασμα, έχει την ίδια δομή με την κυτταρική μεμβράνη και μεσολαβεί μεταξύ τού κυτταροπλάσματος και τού χυμού που περιέχεται στο χυμοτόπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ.,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”